Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου Ξημέρωσε Κυριακή… Τι ώρα είναι; Το ρολόι δείχνει πολύ πρωί ακόμη. Πολύ πρωί για σήμερα, πολύ π...
Γράφει η Ζωή Τριανταφυλλοπούλου
Ξημέρωσε Κυριακή…
Τι ώρα είναι; Το ρολόι δείχνει πολύ πρωί ακόμη. Πολύ πρωί για σήμερα, πολύ πρωί για αφύπνιση και ξεχουχουλιασμα.
Ποτέ ξημέρωσε Κυριακή, πότε πέρασε πάλι μια βδομάδα μου λες;
Μια ανάσα πριν ήταν Δευτέρα. Εκεί που άνοιξες τα μάτια και γέλασες σχεδόν πικρόχολα πριν πετάξεις τα σκεπασματα και τη ζεστασιά από το κρεβάτι σου, τον ύπνο που σου γλυκαινε το σώμα και χαλαρωνε το μυαλό κι άρχισες πάλι να κυνηγάς μάγισσες. Αυτές που σε έπεισαν ότι το κυνήγι τους είναι σκοπός ζωής γιατί θα λύσουν τα μαγια της μιζέριας σου, θα γεμίσουν τις τσέπες σου με χαρτιά ανταλλάξιμα σε ύλη.
Όλο και περισσότερη για να κουκουλωσεις τη γύμνια σου, για να ταϊσεις την πείνα σου.
Κι όλο αυτό ανάσες κοφτές δρόμος. Που δεν τις μετράς, δεν τις νιώθεις. Αγώνας δρόμου σ ένα πολυσύχναστο διάδρομο που τρέχεις μαζί με άλλους αλλά δεν βλέπεις κανέναν. Δεν προλαβαίνεις άλλωστε.
Γιατί όλο αυτό το κυνήγι είναι ξεχειλο από πρέπει να γίνει. Κι αυτό το πρέπει είναι σαν αδηφάγο αχόρταγο ζώο. Τρώει στιγμές. Τρώει ψυχές, τρώει θέλω. Τρέφεται από τα αναρίθμητα πρέπει να κάνω που έχεις φορτώσει πολλές φορές, κόντρα εντελώς στο είναι σου. Αυτά που έβαλες στη ζωή σου στο όνομά της επιβίωσης μιας ζωής που σε έπεισαν ότι έτσι της πρέπει να είναι. Στον αγώνα και την πίεση. Σαν σε μόνιμες εξετασεις αντοχής.
Κι έτσι ήρθε άλλη μια Κυριακή πάλι…
Μια ανάσα. Μια βδομάδα, μια εποχή. Μια ζωή.
Πώς κυλούν έτσι οι μέρες;
Πώς ζούμε έτσι;
Πού είσαι; Πού είμαι;
Είσαι άραγε ή μόνο κάνεις; Μήπως πρέπει κάπως κάπου να γίνει κάτι για να σε βγάλει από την πρίζα; Σατ νταουν σε άπταιστα Ελληνικά που κάνουν κι οι υπολογιστές.
Έχεις καταλάβει ποιον τελικά κατά-τρέχεις;
Εσύ ρομποτακι “Άνθρωπε Συνοδοιπόρε” μου θα σταματήσεις λίγο για να κάνεις επανεκκίνηση ή θα χαθείς από την “οθόνη” της ζωής σου;
Έλα σήκω από το κρεβάτι να φτιάξουμε έναν ωραίο χαλαρό Κυριακάτικο καφέ και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε κιόλας.
Εσύ κι εγώ καλά στην απραξία μας…
loveletters
Ξημέρωσε Κυριακή…
Τι ώρα είναι; Το ρολόι δείχνει πολύ πρωί ακόμη. Πολύ πρωί για σήμερα, πολύ πρωί για αφύπνιση και ξεχουχουλιασμα.
Ποτέ ξημέρωσε Κυριακή, πότε πέρασε πάλι μια βδομάδα μου λες;
Μια ανάσα πριν ήταν Δευτέρα. Εκεί που άνοιξες τα μάτια και γέλασες σχεδόν πικρόχολα πριν πετάξεις τα σκεπασματα και τη ζεστασιά από το κρεβάτι σου, τον ύπνο που σου γλυκαινε το σώμα και χαλαρωνε το μυαλό κι άρχισες πάλι να κυνηγάς μάγισσες. Αυτές που σε έπεισαν ότι το κυνήγι τους είναι σκοπός ζωής γιατί θα λύσουν τα μαγια της μιζέριας σου, θα γεμίσουν τις τσέπες σου με χαρτιά ανταλλάξιμα σε ύλη.
Όλο και περισσότερη για να κουκουλωσεις τη γύμνια σου, για να ταϊσεις την πείνα σου.
Κι όλο αυτό ανάσες κοφτές δρόμος. Που δεν τις μετράς, δεν τις νιώθεις. Αγώνας δρόμου σ ένα πολυσύχναστο διάδρομο που τρέχεις μαζί με άλλους αλλά δεν βλέπεις κανέναν. Δεν προλαβαίνεις άλλωστε.
Γιατί όλο αυτό το κυνήγι είναι ξεχειλο από πρέπει να γίνει. Κι αυτό το πρέπει είναι σαν αδηφάγο αχόρταγο ζώο. Τρώει στιγμές. Τρώει ψυχές, τρώει θέλω. Τρέφεται από τα αναρίθμητα πρέπει να κάνω που έχεις φορτώσει πολλές φορές, κόντρα εντελώς στο είναι σου. Αυτά που έβαλες στη ζωή σου στο όνομά της επιβίωσης μιας ζωής που σε έπεισαν ότι έτσι της πρέπει να είναι. Στον αγώνα και την πίεση. Σαν σε μόνιμες εξετασεις αντοχής.
Κι έτσι ήρθε άλλη μια Κυριακή πάλι…
Μια ανάσα. Μια βδομάδα, μια εποχή. Μια ζωή.
Πώς κυλούν έτσι οι μέρες;
Πώς ζούμε έτσι;
Πού είσαι; Πού είμαι;
Είσαι άραγε ή μόνο κάνεις; Μήπως πρέπει κάπως κάπου να γίνει κάτι για να σε βγάλει από την πρίζα; Σατ νταουν σε άπταιστα Ελληνικά που κάνουν κι οι υπολογιστές.
Έχεις καταλάβει ποιον τελικά κατά-τρέχεις;
Εσύ ρομποτακι “Άνθρωπε Συνοδοιπόρε” μου θα σταματήσεις λίγο για να κάνεις επανεκκίνηση ή θα χαθείς από την “οθόνη” της ζωής σου;
Έλα σήκω από το κρεβάτι να φτιάξουμε έναν ωραίο χαλαρό Κυριακάτικο καφέ και να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να είμαστε κιόλας.
Εσύ κι εγώ καλά στην απραξία μας…
loveletters
Δεν υπάρχουν σχόλια